-
1 κατανδραποδίζω
κατανδραποδίζω (Justin., Nov. 42 preface, VI A.D.) enslave ἀπα̣γ̣ο̣μέ̣ν̣ο̣υ̣ς κ̣α̣[ὶ κα]τ̣ανδραπ̣οδ̣ι̣ζ̣ομένο̣υ̣ς led off and enslaved AcPl Ha 1, 10.—DELG s.v. ἀνήρ A b. S. ἀνδραποδιστής.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κατανδραποδίζω
-
2 κατανδραποδίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατανδραποδίζω
-
3 κατανδραποδιζομένους
κατανδραποδίζωenslave: pres part mp masc acc pl -
4 κατανδραποδισθείς
κατανδραποδίζωenslave: aor part pass masc nom /voc sg
См. также в других словарях:
κατανδραποδίζω — (AM) εξανδραποδίζω, υποδουλώνω εντελώς … Dictionary of Greek
κατανδραποδιζομένους — κατανδραποδίζω enslave pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανδραποδισθείς — κατανδραποδίζω enslave aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)