-
1 κατανίζω
A wash well, ὄξει πάντα κ. Hp.Ulc. 27, cf.24;τὸν κηρόν Gal.13.743
;γάλακι κατανενιμμένος Pherecr.108.18
.II wash out, purge,αἱ διάρροιαι.. -νιφθεῖσαι πεπαύσονται Hp. Prorrh.2.23
; κατανίζεται τὸ σῶμα τοῖς οἴνοις Mnesith. ap. Ath.11.484a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατανίζω
-
2 κατανίζειν
κατανίζωwash well: pres inf act (attic epic) -
3 κατανίζεται
κατανίζωwash well: pres ind mp 3rd sg -
4 κατανίσθη
κατανίζωwash well: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) -
5 κατανίσσεται
κατανίσσομαιgo: pres ind mp 3rd sgκατανίζωwash well: aor subj mid 3rd sg (epic)κατανίζωwash well: fut ind mid 3rd sg (epic) -
6 κατανίσας
κατανίσᾱς, κατανίζωwash well: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
κατανίζω — (Α) 1. βρέχω καλά, καταβρέχω 2. πλένω καλά, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νίζω «πλένω κάτι»] … Dictionary of Greek
κατανίζειν — κατανίζω wash well pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανίζεται — κατανίζω wash well pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανίσθη — κατανίζω wash well aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανίσσεται — κατανίσσομαι go pres ind mp 3rd sg κατανίζω wash well aor subj mid 3rd sg (epic) κατανίζω wash well fut ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανίπτω — (Α) κατανίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νίπτω] … Dictionary of Greek
προκατανίζω — Α πλένω καλά εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατανίζω «καταβρέχω, πλένω καλά»] … Dictionary of Greek
κατανίσας — κατανίσᾱς , κατανίζω wash well aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)