-
1 κατανήχομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατανήχομαι
-
2 κατανήχομαι
κατα-νήχομαι, herab-, stromab schwimmen
См. также в других словарях:
κατανήχομαι — (Α) κολυμπώ κατά τη διεύθυνση τού ρεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νήχομαι «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek