-
1 καταμαραινω
делать блеклым, иссушать, изнурять(εὐπρόσωπον κόρην Luc.)
πολλοί, πρὴν ἀνθῆσαι, κατεμαράνθησαν Plut. — многие, прежде чем расцвести, увяли;τέλος γινομένης ἐπιτάσεως, καταμαραίνεται τὸ πῦρ Arst. — достигнув крайнего напряжения, огонь угасает -
2 καταμαραίνω
A- εμάρᾱνα Ph.1.266
:— cause to wither, Thphr. Ign.10, Ph.l.c.; make lean, Luc.Tim.17:—[voice] Pass., die away, of dropsical swellings, Hp.Prorrh.2.6; τὸ πῦρ κ. Arist.Resp. 479a14, cf. Thphr.HP5.9.3, etc.; τὸ πάθος (sc. τοῦ σεισμοῦ) κ. Arist.Mete. 368a7; of persons, πρὶν ἀνθῆσαι.. κ. Plu.2.804e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμαραίνω
-
3 καταμαραίνω
κατά-μαραίνωquench: pres subj act 1st sgκατά-μαραίνωquench: pres ind act 1st sg -
4 καταμαραίνω
κατα-μαραίνω, dürr, welk, kraftlos machen. Pass. verwelken, hinschwinden
См. также в других словарях:
καταμαραίνω — (AM καταμαραίνω) μαραίνω κάτι εντελώς αρχ. 1. αδυνατίζω, εξασθενώ 2. παθ. καταμαραίνομαι (ιδίως για πρόσ.) φθείρομαι … Dictionary of Greek
καταμαραίνω — κατά μαραίνω quench pres subj act 1st sg κατά μαραίνω quench pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
увядаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (καταμαραίνω) ослабляю, обессиливаю, иссушаю; μαραίνω … Словарь церковнославянского языка
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek