-
1 καταμελλω
См. также в других словарях:
καταμέλλω — (Α) (ιδίως σε καιρό πολέμου) αναβάλλω κάτι, βραδύνω να πράξω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μέλλω «βραδύνω, διστάζω»] … Dictionary of Greek
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek