Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καταμηνύω

  • 1 денонсировать

    -рую, -руешь, ρ.δ. κ. σ.μ. (διπλμ.) καταγγέλλω, καταμηνύω.
    καταγγέλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > денонсировать

  • 2 донести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. донс, -несла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. донесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    φέρω, κομίζω, μεταφέρω ως•

    донести узел до вагона μεταφέρω το μπόγο ως το βαγόνι.

    || (για ήχο, μυρουδιά) φέρω, παρασύρω.
    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. донс, -несла, -ло
    ρ.σ.
    1. κάνω γνωστό, γνωστοποιώ, ειδοποιώ• ενημερώνω, κατατοπίζω. || αναφέρω, εκθέτω, κάνω (υποβάλλω) αναφορά, έκθεση.
    2. καταγγέλλω, καταμηνύω, καταδίδω, μαρτυρώ.

    Большой русско-греческий словарь > донести

См. также в других словарях:

  • καταμηνύω — καταμηνύ̱ω , καταμηνύω point out pres subj act 1st sg καταμηνύ̱ω , καταμηνύω point out pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμηνύω — (AM καταμηνύω) υποβάλλω μήνυση εναντίον κάποιου, μηνύω, καταγγέλλω κάποιον αρχ. 1. κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω 2. (για θεό) παρέχω, δίνω σημείο …   Dictionary of Greek

  • καταμηνῦσαι — καταμηνύω point out aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμηνύσει — καταμήνυσις information fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταμηνύσεϊ , καταμήνυσις information fem dat sg (epic) καταμήνυσις information fem dat sg (attic ionic) καταμηνύ̱σει , καταμηνύω point out aor subj act 3rd sg (epic) καταμηνύ̱σει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμηνύσω — καταμηνύ̱σω , καταμηνύω point out aor subj act 1st sg καταμηνύ̱σω , καταμηνύω point out fut ind act 1st sg καταμηνύ̱σω , καταμηνύω point out aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμηνύσῃ — καταμηνύσηι , καταμήνυσις information fem dat sg (epic) καταμηνύ̱σῃ , καταμηνύω point out aor subj mid 2nd sg καταμηνύ̱σῃ , καταμηνύω point out aor subj act 3rd sg καταμηνύ̱σῃ , καταμηνύω point out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμηνύῃ — καταμηνύ̱ῃ , καταμηνύω point out pres subj mp 2nd sg καταμηνύ̱ῃ , καταμηνύω point out pres ind mp 2nd sg καταμηνύ̱ῃ , καταμηνύω point out pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταμηνύω — Α [καταμηνύω] 1. καταμηνύω, καταγγέλλω πρωτύτερα 2. μαρτυρώ, αποκαλύπτω εκ τών προτέρων 3. προφητεύω, προβλέπω …   Dictionary of Greek

  • καταμεμήνυκε — καταμεμήνῡκε , καταμηνύω point out perf imperat act 2nd sg καταμεμήνῡκε , καταμηνύω point out perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμεμήνυκεν — καταμεμήνῡκεν , καταμηνύω point out perf ind act 3rd sg καταμεμήνῡκεν , καταμηνύω point out plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμηνυθείσας — καταμηνῡθείσᾱς , καταμηνύω point out aor part pass fem acc pl καταμηνῡθείσᾱς , καταμηνύω point out aor part pass fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»