-
1 καταμειλίσσομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμειλίσσομαι
-
2 καταμειλίξασθαι
καταμειλίσσομαιappease: aor inf mp -
3 καταμειλίσσεσθαι
καταμειλίσσομαιappease: pres inf mp
См. также в других словарях:
καταμειλίσσομαι — και καταμειλίττομαι (Α) καταπραΰνω τον θυμό κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μειλίσσομαι «πραΰνω»] … Dictionary of Greek
καταμειλίξασθαι — καταμειλίσσομαι appease aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμειλίσσεσθαι — καταμειλίσσομαι appease pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)