Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καταμειλίσσομαι

См. также в других словарях:

  • καταμειλίσσομαι — και καταμειλίττομαι (Α) καταπραΰνω τον θυμό κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μειλίσσομαι «πραΰνω»] …   Dictionary of Greek

  • καταμειλίξασθαι — καταμειλίσσομαι appease aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμειλίσσεσθαι — καταμειλίσσομαι appease pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»