-
1 καταληστεύοντες
-
2 καταλῃστεύοντες
См. также в других словарях:
καταλῃστεύοντες — κατά λῃστεύω practise robbery pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταληστεύοντες
2 καταλῃστεύοντες
καταλῃστεύοντες — κατά λῃστεύω practise robbery pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)