-
1 καταληπτών
-
2 καταληπτῶν
См. также в других словарях:
καταληπτῶν — καταληπτός seized fem gen pl καταληπτός seized masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… … Dictionary of Greek