-
1 καταληπτής
-
2 καταληπτῆς
См. также в других словарях:
καταληπτῆς — καταληπτός seized fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταληπτής
2 καταληπτῆς
καταληπτῆς — καταληπτός seized fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)