-
1 καταληκτικός
κατα-ληκτικός, ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist. Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß nichts weiter dazu zu kommen braucht; δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht -
2 προ-κατ-αρκτικός
προ-κατ-αρκτικός, ή, όν, vorher anfangend, τὰ πρ., die unmittelbare Veranlassung, Hippocr.; S. Emp. pyrrh. 3, 16, Plut., παιών, der Päan mit vorangehender langer Sylbe, im Ggstz von καταληκτικός, Demetr. Phal. 21.
-
3 ὑπερ-κατά-ληκτος
-
4 προκαταρκτικός
προ-κατ-αρκτικός, ή, όν, vorher anfangend, τὰ πρ., die unmittelbare Veranlassung; παιών, der Päan mit vorangehender langer Silbe, im Ggstz von καταληκτικός
См. также в других словарях:
καταληκτικός — leaving off masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικός — ή, ό (Α καταληκτικός, ή, όν) [καταλήγω] 1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος 2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδα νεοελλ. γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» χαρακτηρισμός … Dictionary of Greek
καταληκτικός — ή, ό στη μετρική ο στίχος που το τελευταίο του πόδι είναι ελλιπές κατά μία ή δύο συλλαβές: Ο στίχος αυτός είναι καταληκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταληκτικά — καταληκτικός leaving off neut nom/voc/acc pl καταληκτικά̱ , καταληκτικός leaving off fem nom/voc/acc dual καταληκτικά̱ , καταληκτικός leaving off fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικῶν — καταληκτικός leaving off fem gen pl καταληκτικός leaving off masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικόν — καταληκτικός leaving off masc acc sg καταληκτικός leaving off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικοῖς — καταληκτικός leaving off masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικοί — καταληκτικός leaving off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικοῦ — καταληκτικός leaving off masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικούς — καταληκτικός leaving off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικῆς — καταληκτικός leaving off fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)