-
1 καταλειπτέον
καταλειπτέονone must leave behind: masc acc sgκαταλειπτέονone must leave behind: neut nom /voc /acc sg -
2 καταλειπτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλειπτέον
-
3 καταλειπτέαι
καταλειπτέονone must leave behind: fem nom /voc plκαταλειπτέᾱͅ, καταλειπτέονone must leave behind: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
καταλειπτέον — one must leave behind masc acc sg καταλειπτέον one must leave behind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλειπτέαι — καταλειπτέον one must leave behind fem nom/voc pl καταλειπτέᾱͅ , καταλειπτέον one must leave behind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)