-
1 καταλεαινω
-
2 καταλεαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλεαίνω
-
3 καταλεαίνω
V 0-0-0-1-0=1 DnLXX 7,23to grind down [τι]; neol. -
4 καταλεαίνω
κατα-λεαίνω, ganz glatt machen, abreiben, zerreiben; auch übertr.: alle Schwierigkeiten entfernen
См. также в других словарях:
καταλεαίνω — (Α) 1. κάνω κάτι πολύ λείο, καταλεπταίνω 2. καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) + λε(ι)αίνω (< λεῖος)] … Dictionary of Greek
προκαταλεαίνω — Α 1. καθιστώ κάτι λείο και ομαλό εκ τών προτέρων 2. ισοπεδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλεαίνω «κάνω κάτι λείο και ομαλό»] … Dictionary of Greek
ՈՂՈՐԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0509 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c, 12c ն. λειόω laevigo. Ողորկ կացուցանել. յղկել. հարթել. յարդարել. արծնել. փայլեցուցանել. կոկել. շտկել. ... *Զքարինս ողորկեցին ջուրք. Յոբ. ՟Ժ՟Դ. 19: *Զգեստք շրջապատք՝ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)