-
1 καταλαμπομένω
-
2 καταλαμπομένῳ
См. также в других словарях:
καταλαμπομένῳ — καταλάμπω shine upon pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταλαμπομένω
2 καταλαμπομένῳ
καταλαμπομένῳ — καταλάμπω shine upon pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)