Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταλαμβάνομαι

См. также в других словарях:

  • καταλαμβάνομαι — καταλαμβάνομαι, καταλήφθηκα, κατειλημμένος βλ. πίν. 166 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταλαμβάνομαι — καταλαμβάνω seize pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβακχεύω — (AM καταβακχεύω) 1. γεμίζω κάποιον με ενθουσιασμό, με βακχική μανία 2. μέσ. καταβακχεύομαι μαίνομαι βακχικώς, καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιασμό αρχ. μέσ. προσβάλλω, βρίζω χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βακχεύω «καταλαμβάνομαι από βακχικό… …   Dictionary of Greek

  • καταβακχιούμαι — καταβακχιοῡμαι, όομαι (Α) βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση από βακχεία*, καταλαμβάνομαι από βακχική μανία, καταβακχεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βακχιοῦμαι «καταλαμβάνομαι από βακχική μανία» (< Βάκχος)] …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • προχειρούμαι — όομαι, Α καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειροῦμαι «καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνενθουσιάζω — Α (για τις Βάκχες) γίνομαι ένθους μαζί με κάποιον άλλο, καταλαμβάνομαι από θεϊκή έκσταση με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐνθουσιάζω «βρίσκομαι σε έκσταση, καταλαμβάνομαι από θεϊκή μανία»] …   Dictionary of Greek

  • φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… …   Dictionary of Greek

  • объемлю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. καταλαμβάνομαι) захватываю, овладеваю (1 Макк. 16, 20);… …   Словарь церковнославянского языка

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • αλαφιάζω — 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, τά χάνω, τό βάζω στα πόδια 3. παθ. καταλαμβάνομαι από ταραχή, φοβάμαι 4. (παθ. μτχ.) αλαφιασμένος, η, ο α) φοβισμένος, ταραγμένος β) λαχανιασμένος γ) επιρρεπής στον φόβο, μη ψύχραιμος.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»