Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατακάρδιον

См. также в других словарях:

  • κατακάρδιον — κατακάρδιος in masc/fem acc sg κατακάρδιος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακάρδιος — κατακάρδιος, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στην καρδιά («κατακάρδιος πληγή») μσν. 1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κατακάρδια εγκάρδια 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ κατακάρδιον κλάδος τής μουριάς στραμμένος προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»