-
1 κατακύλλωμα
κατακύλλωμαa particular case of lameness: neut nom /voc /acc sg -
2 κατακύλλωμα
II metaph., turning-point: hence, extreme point, = τὸ πέρας τῶν κακῶν, Phot., Suid. (post τοκάς), cf. EM761.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακύλλωμα
См. также в других словарях:
κατακύλλωμα — κατακύλλωμα, τὸ (Α) 1. είδος χωλότητας 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξικό Σούδα) «τὸ πέρας τῶν κακῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κύλλωμα (< κυλλοῦμαι «κουτσαίνω»)] … Dictionary of Greek
κατακύλλωμα — a particular case of lameness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)