Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατακωλύω

См. также в других словарях:

  • κατακωλύω — (Α) 1. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («δειπνεῑν κατακωλύεις πάλαι», Αριστοφ.) 2. σταματώ («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • κατακωλύω — κατακωλύ̱ω , κατακωλύω hinder from doing pres subj act 1st sg κατακωλύ̱ω , κατακωλύω hinder from doing pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακωλῦσαι — κατακωλύω hinder from doing aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακωλυόντων — κατακωλῡόντων , κατακωλύω hinder from doing pres part act masc/neut gen pl κατακωλῡόντων , κατακωλύω hinder from doing pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακωλύει — κατακωλύ̱ει , κατακωλύω hinder from doing pres ind mp 2nd sg κατακωλύ̱ει , κατακωλύω hinder from doing pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακωλύοντι — κατακωλύ̱οντι , κατακωλύω hinder from doing pres part act masc/neut dat sg κατακωλύ̱οντι , κατακωλύω hinder from doing pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκώλυον — κατεκώλῡον , κατακωλύω hinder from doing imperf ind act 3rd pl κατεκώλῡον , κατακωλύω hinder from doing imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • κατακωλυθείς — κατακωλῡθείς , κατακωλύω hinder from doing aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακωλυθῶσι — κατακωλῡθῶσι , κατακωλύω hinder from doing aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακωλύειν — κατακωλύ̱ειν , κατακωλύω hinder from doing pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»