Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατακυλίνδω

См. также в других словарях:

  • κατακυλίνδω — (Α) κατακυλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλίνδω «κυλάω»] …   Dictionary of Greek

  • κατακυλινδώ — κατακυλινδῶ, έω (AM) κατακυλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλινδῶ «κυλώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατακυλισθέντα — κατακυλῑσθέντα , κατακυλίνδω roll down aor part pass neut nom/voc/acc pl κατακυλῑσθέντα , κατακυλίνδω roll down aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακυλίσῃ — κατακυλί̱σῃ , κατακυλίνδω roll down aor subj mid 2nd sg κατακυλί̱σῃ , κατακυλίνδω roll down aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • κατακεκυλισμένοι — κατακεκυλῑσμένοι , κατακυλίνδω roll down perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακυλισθεῖσαν — κατακυλῑσθεῖσαν , κατακυλίνδω roll down aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακυλισθείη — κατακυλῑσθείη , κατακυλίνδω roll down aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακυλισθείς — κατακυλῑσθείς , κατακυλίνδω roll down aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακυλισθησόμεθα — κατακυλῑσθησόμεθα , κατακυλίνδω roll down fut ind pass 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακυλισθῆναι — κατακυλῑσθῆναι , κατακυλίνδω roll down aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»