-
1 κατακυλινδω
См. также в других словарях:
κατακυλίνδω — (Α) κατακυλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλίνδω «κυλάω»] … Dictionary of Greek
κατακυλινδώ — κατακυλινδῶ, έω (AM) κατακυλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλινδῶ «κυλώ»] … Dictionary of Greek
κατακυλισθέντα — κατακυλῑσθέντα , κατακυλίνδω roll down aor part pass neut nom/voc/acc pl κατακυλῑσθέντα , κατακυλίνδω roll down aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυλίσῃ — κατακυλί̱σῃ , κατακυλίνδω roll down aor subj mid 2nd sg κατακυλί̱σῃ , κατακυλίνδω roll down aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
κατακεκυλισμένοι — κατακεκυλῑσμένοι , κατακυλίνδω roll down perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυλισθεῖσαν — κατακυλῑσθεῖσαν , κατακυλίνδω roll down aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυλισθείη — κατακυλῑσθείη , κατακυλίνδω roll down aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυλισθείς — κατακυλῑσθείς , κατακυλίνδω roll down aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυλισθησόμεθα — κατακυλῑσθησόμεθα , κατακυλίνδω roll down fut ind pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυλισθῆναι — κατακυλῑσθῆναι , κατακυλίνδω roll down aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)