-
1 κρύπτω
κρύπτω ( ΚΡΥΒ), ep. impf. κρύπτασκε, Il. 8, 272 u. Hes. Th. 157, aor. pass. ἐκρύφϑην u. ἐκρύβην, letzterer bes. bei Sp. üblich, Plut. Sull. 22, Matth. 5, 14; auch κρ υφείς nach mehreren mss. bei Soph. Ai. 1124; vgl. Lob. zu Phryn. 317; fut. κρυβήσονται Eur. Suppl. 559, wie Plut. gen. Socr. 2; – verbergen, verstecken, verhüllen; bes. zum Schutz, κεφαλὰς δὲ παναίϑῃσιν κορύϑεσσιν κρύψαντες Il. 14, 372; ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ 8, 272; κρύφϑη γὰρ ὑπ' ἀσπίδι 13, 405; unter der Erde, Hes. O. 140. 142; κρύψεν ἅμ' ἵπποις Pind. N. 9, 25; ὑπὸ γᾶν Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9, 84; ἐν βένϑεσιν νᾶσον κεκρύφϑαι Ol. 7, 57, öfter; ποικίλοις ἀγρεύμασιν κρύψασα Aesch. Eum. 439, κρύψασ' ἑαυτήν, ἔνϑα μή τις εἰςίδοι Soph. Trach. 899, öfter; ἔνϑ' ἐκρύπτομεν δέμας Eur. Bacch. 729; ἀφανίζοντες κρύπτομεν ὅτι μάλιστα Plat. Phil. 66 a; ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ Thuc. 2, 34, vom Begraben der Todten, wie Her. 5, 4, u. oft bei den Tragg., τάφῳ κρ ύπτειν τινά. – Dah. verheimlichen, verschweigen; τὸ μὲν φάσϑαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι Od. 11, 443; τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω 4, 350; κεκρύφαται Hes. Th. 730 O. 384, τινά τι, Aesch. μήτοι με κρύψῃς τοῦϑ' ὅπερ μέλλω παϑεῖν, Prom. 628, οὐκ ἐκρ ύφϑη, πρέπει δὲ σίνος Ag. 877, οὐδέν σε κρύψω Soph. Phil. 903; λόγον κρ ύψαι πρὸς ἡμᾶς μηδένα 584, vgl. Ai. 991; κρύψε κόλποις ὠδῖνα Pind. Ol. 6, 31; κρύπτουσ' ἃ κρύπτειν ὄμματ' ἀρσένων χρεών, was man vor den Augen der Männer verbergen muß, Eur. Hec. 568; auch in Prosa, τὴν ϑυγατέρα ἔκρυπτε τὸν ϑάνατον τοῠ ἀνδρός Lys. 32, 7. – Auch im med.; λύμμασι κρυψάμενον, sich das Haupt verhüllen, Soph. Ai. 242; aber auch = act., ἅπαντα χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται ib. 633, wie πᾶν σοι φράσω τἀληϑὲς οὐδὲ κρύψομαι Trach. 474, wo man es auch »ich werde mich nicht zurückziehen« erkl. kann. – Als Intrans. faßt man es Soph. El. 816, κεραυνοὶ Διὸς κρύπτουσιν ἕκηλοι, sie ruhen; vgl. Eur. Phoen. 1133 τὰ μὲν ὄμματα βλέποντα, τὰ δὲ κρύπ τοντα, wo Valck. πίπτοντα vermuthet. – Die spätere Form κρύβω s. oben, u. über κρ ύφω s. κατακρύφω u. unten.
-
2 κατα-κρύπτω
κατα-κρύπτω, p. κακκρύπτω, Hes. O. 469, Nic. bei Ath. II, 61 a, s. auch κατακρύφω, als v. l. κατακρύβω, Her. 5, 92, Plut. Crass. 23, verheimlichen, verbergen, verhüllen; καὶ τὸ μὲν εὖ κατέϑηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ Od. 9, 329, öfter; auch intrans., sich verbergen, εἰ δ' ἄρα τις καὶ μοῦνος ἰὼν ξύμβληται ὁδίτης, οὔτι κατακρύπτουσιν 7, 205, vgl. ἄλλῳ δ' αὑτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε δέκτῃ, sich verstellend gab er sich das Aussehen einer andern Person, eines Bettlers, 4, 247; ἐν μεγάρῳ πλοῦτον Pind. N. 1, 36, vgl. Ol. 8, 79; ἄστυ πένϑει δνοφερῷ κατέκρυψας Aesch. Pers. 528; ὑπὸ ϑύρην Her. 1, 12; ἐς κυψέλην 5, 92, 4; τὰ δὲ τῶν χειρόνων ἐν ἀποῤῥήτῳ καὶ ἀδήλῳ κατακρύψουσιν Plat. Rep. V, 460 c; Folgde.
См. также в других словарях:
κατακρύφω — (Α) βλ. κατακρύπτω … Dictionary of Greek
κατακρύπτω — (AM κατακρύπτω Α και κατακρύφω) κρύβω κάτι τελείως, κατακαλύπτω («τούς... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», Ομ. Οδ.) μσν. αρχ. 1. περιβάλλω, καλύπτω («κατακρύπτει δ οὐ κόνις συγγόνων κεδνάν χάριν», Πίνδ.) 2. κρύβομαι 3. (για τους θεούς) κρύβω… … Dictionary of Greek