-
1 κατακροάσθαι
-
2 κατακροᾶσθαι
См. также в других словарях:
κατακροᾶσθαι — κατακροάομαι listen attentively to pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κατακροάσθαι
2 κατακροᾶσθαι
κατακροᾶσθαι — κατακροάομαι listen attentively to pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)