-
1 κατακρουω
-
2 κατακρούω
V 0-1-0-0-0=1 JgsA 16,14to fasten with, to nail [τι ἔν τινι] (semit.)→LSJ RSuppl -
3 κατακρούω
4 in Archit. perh., = διακρούω, IG 7.4255.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακρούω
-
4 κατακρούω
κατα-κρούω, herunter-, niederschlagen; mit einer Lanzette zerschlagen, die Haut schröpfen; von Bienen, ἐὰν ἐσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις, τῇ τῶν μελιττῶν ἡδονῇ ξυνεπόμενος καὶ κατακρούων οὕτως οἰκειῶται, die man durch das Schlagen kupferner Geräte von einem Orte fort u. an sich lockt; betäuben -
5 εγκατακρουω
(среди кого-л.) отбивать такт, топатьἐ. χορείαν ποδί τισι Arph. — плясать в чьём-л. кругу
-
6 κρούω
+ V 0-2-0-1-1=4 Jgs 19,22; Ct 5,2; Jdt 14,14to knock [ἐπί τι] JgsB 19,22; id. [τι] JgsA 19,22 (→ἀνακρούω, ἐγ-, ἐκκρούω, ἐπικρούω, κατακρούω, παρακρούω, προσκρούω,,)
См. также в других словарях:
κατακρούω — και κατακρούγω (AM κατακρούω) νεοελλ. 1. πληγώνω ψυχικά («δεν έγνωθε κι ο Έρωτας συχνά τσὴ κατακρούγει», Ερωτόκρ.) 2. φρ. α) «κατακρούγει η ημέρα» φθάνει η μέρα (Ερωτόκρ.) β) «στα βάθη κατακρούω» γκρεμίζομαι στο βάραθρο (Ερωτόκρ.) γ) «κατακρούω… … Dictionary of Greek
κατάκρουσις — κατάκρουσις, ἡ (Α) [κατακρούω] 1. ώθηση από πάνω προς τα κάτω 2. το τίναγμα … Dictionary of Greek
κατακρουστικός — κατακρουστικός, ή, όν (Α) [κατακρούω] 1. αυτός που χτυπά κάτι και τό πιέζει προς τα κάτω 2. (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη θερμότητα και την οσμή άλλου οίνου … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
ԲԱԽԵՄ — (եցի.) NBH 1 423 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c, 14c ն. եւ չ. ԲԱԽԵՄ որ եւ ԲԱՂԽԵԼ, եւ առաւել ըստ յետնոց. (ʼի ձայնէն առեալ՝ բա՛խ, բախ. ջա՛խ, ջախ.) Հարկանել ուժգին՝ մինչեւ ցթնդիւն եւ ʼի հնչիւնձայնի իրիք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԴՌՆՉԵՄ — (եցի.) NBH 1 0641 Chronological Sequence: Early classical ն.չ. ԴՌՆՉԵՄ կամ ԴՌՆՉԵՑՈՒՑԱՆԵՄ, ցուցի. κρούω, κατακρούω repello Բախելով թնդեցուցանել, եւ Զխիստն կակղել. *Վին (կամ գավին) հարկանել, եւ զքարինս դռընչեցուցանել. քանզի էին ապուշք ոմանք լսօղքն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԴՌՆՉԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 0641 Chronological Sequence: Early classical ն.չ. ԴՌՆՉԵՄ կամ ԴՌՆՉԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. κρούω, κατακρούω repello Բախելով թնդեցուցանել, եւ Զխիստն կակղել. *Վին (կամ գավին) հարկանել, եւ զքարինս դռընչեցուցանել. քանզի էին ապուշք ոմանք լսօղքն. Եւս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)