-
1 κατακροταλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακροταλίζω
См. также в других словарях:
κατακροταλίζω — (Α) προκαλώ ισχυρό κρότο σαν να χρησιμοποιώ κρόταλα … Dictionary of Greek
1 κατακροταλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακροταλίζω
κατακροταλίζω — (Α) προκαλώ ισχυρό κρότο σαν να χρησιμοποιώ κρόταλα … Dictionary of Greek