-
1 κατακρίσιμος
κατα-κρίσιμος, zu verdammen, verdammlich -
2 κατά-κριτος
κατά-κριτος, verurtheilt, zu verurtheilen, = κατακρίσιμος, Sp.
См. также в других словарях:
κατακρίσιμος — η, ο (Α κατακρίσιμος, ον) [κατακρίνω] νεοελλ. ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος («κατακρίσιμη ενέργεια») αρχ. ο καταδικασμένος … Dictionary of Greek
κατακρισίμων — κατακρίσιμος condemned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)