-
1 κατακοσμέω
A set in order, arrange,ἐπὴν.. δόμον κατακοσμήσησθε Od.22.440
; ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει πικρὸν ὀϊστόν was fitting it on the string, Il.4.118; πόλιν καὶ ἰδιώτας κ. v.l. in Pl.R. 540b;εἰς τάξιν κ. τινὰ πρὸς ἄλληλα Id.Ti. 88e
:—[voice] Med.,κ. εἰς τὴν γνώμην τινός Plu. Comp.Per.Fab.3
:—[voice] Pass., Pl.R. 560a, Lg. 685d; ap. Stob.4.1.96, cf. 133.2 fit out, equip,ὅπλοις κατακεκοσμημένος X.Hier.11.3
;σεμνοτέροις πράγμασι Ar.V. 1473
(lyr.); κ. τινὰ οἷον ἄγαλμα adorn, Pl.Phdr. 252d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακοσμέω
-
2 κατακοσμέω
κατα - κοσμέω, mid. aor. subj. κατακοσμήσησθε: put in order, Od. 22.440; ‘fitted,’ Il. 4.118.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κατακοσμέω
См. также в других словарях:
κατακοσμώ — (AM κατακοσμῶ, έω) [κατάκοσμος] στολίζω κάτι υπερβολικά, βάζω πολλά στολίδια («ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῑ», Πλάτ.) αρχ. 1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη (α. «ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει... ὀϊστόν», Ομ. Ιλ. β. «πάντα δόμον κατακοσμήσησθε», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek