-
1 κατακνηθω
См. также в других словарях:
κατακνήθω — (Α) κατακνώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κνήθω «ξύνω»] … Dictionary of Greek
κατακνήθειν — κατακνήθω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κατακνηθω
κατακνήθω — (Α) κατακνώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κνήθω «ξύνω»] … Dictionary of Greek
κατακνήθειν — κατακνήθω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)