-
1 κατακνισμός
κατακνισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακνισμός
-
2 κατακνισμόν
κατακνισμόςmasc acc sg
См. также в других словарях:
κατακνισμός — κατακνισμός, ὁ (Α) [κατακνίζω] ο κνισμός* … Dictionary of Greek
κατακνισμόν — κατακνισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)