-
1 κατακλώθω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλώθω
См. также в других словарях:
κατακλώθω — (Α) κλώθω το νήμα τής ζωής κάποιου … Dictionary of Greek
κατάκλωστα — (Μ) επίρρ. με καλό πλέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο* κατάκλωστος < κατακλώθω] … Dictionary of Greek
κατακλώθες — κατακλῶθες, αἱ (Α) [κατακλώθω] οι Μοίρες, οι οποίες κλώθουν το νήμα τής ζωής … Dictionary of Greek
κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… … Dictionary of Greek