-
1 κατακλείω
κατα-κλείω, old [dialect] Att. [suff] κατα-κλῄω Th. (v. infr.): a rare [tense] fut. κατακλιῶ dub. in Eup.287, cf. HeroBel.107.13:—[voice] Med., [tense] aor.A- εκλεισάμην X. Cyr.7.2.5
:—[voice] Pass., [tense] aor. -εκλῄσθην, -εκλείσθην (v. infr.); [dialect] Ion.- εκληΐσθην Hdt.2.128
; [dialect] Dor.- εκλᾴσθην Theoc.7.84
: [tense] pf. .I c. acc. pers., shut in, enclose, e. g. a mummy in its case, Hdt.2.86: freq. of blockading, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ. Th.1.109;κ. ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα X.Cyr.4.1.18
;κατακλείειν τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων Id.An.3.4.26
; κ. εἰς πολιορκίαν, εἰς δυσχωρίας, D.H. 6.74, 11.26;κ. τινὰ ἐν φυλακῇ Ev.Luc.3.20
, cf. OGI669.17 (Egypt, i A. D.): metaph., κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, i.e. not to be a cosmopolite, X.Mem.2.1.13:—[voice] Pass.,ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι Th.4.57
;ναυσὶ κατεκλῄσθησαν Id.1.117
, cf. X.An.3.3.7; ὅταν ἐς [ νεφέλας]ἄνεμος κατακλῃσθῇ Ar.Nu. 404
;εἰς μικρὸν τόπον -κεκλῃμένοι Isoc.4.34
;διὰ τοῦ ζῆν.. κ. ἐν Ἀπόλλωνος ἢ Ἀθηνᾶς Phld.D.1.17
:—[voice] Med., shut oneself up,ἐν τοῖς βασιλείοις X.Cyr.7.2.5
; also κατεκλᾴζετο shut up the bride with oneself [in the bridal-chamber], Theoc.18.5:—[voice] Pass.,κατεκλᾴσθης Id.7.84
.2 metaph., νόμῳ κ. shut up, i.e. compel, oblige,ἂν.. πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν D.4.33
, cf. And.3.7, Antiph.190.15.3 metaph., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης being reduced, D.26.11;εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι D.S.20.74
: generally, confine,ἐν τῷ κατὰ φύσιν πέρατι -κέκλειται τἀγαθόν Metrod.Herc.831.8
;πᾶσαι αἱ ἐπιχειρήσεις εἰς μίαν ἀπόδειξιν -κλείονται Phld.Rh.2.283
S.; κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς.. confine the whole business of art to.., Hld.3.4.II c.acc.rei, shut up, close,τὰς πυλίδας Hdt.1.191
;τά ἱρά Id.2.124
, cf. 128 ([voice] Pass.);τὸ ἐργαστήριον Id.4.14
;τὸν δίφρον X.Cyr.6.4.10
;εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλῃμένα Ar.Pl. 206
:—in [voice] Pass., of humours in the body, Hp.Loc.Hom. 27.2 clamp down, make fast, of stones in masonry, IG7.3073.158(Lebad.); also κ. [ τὴν δεξιάν] Luc.Prom.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλείω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский