Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατακλινής

См. также в других словарях:

  • κατακλινής — bed ridden masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλινής — ές (Α κατακλινής, ές) [κατακλίνω] αυτός που είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κλινήρης («ἠσθενηκότα μένειν κατακλινῆ», Πολ.) αρχ. 1. μισοξαπλωμένος, ανακείμενος στο ανάκλιντρο 2. κατηφορικός 3. απόκρημνος …   Dictionary of Greek

  • κατακλίνῃς — κατακλί̱νῃς , κατακλίνω lay down aor subj act 2nd sg κατακλί̱νῃς , κατακλίνω lay down pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλινῆ — κατακλινής bed ridden neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κατακλινής bed ridden masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κατακλινής bed ridden masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλινοῦς — κατακλινής bed ridden masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλινεῖ — κατακλῐνεῖ , κατακλίνω lay down aor subj pass 3rd sg (epic) κατακλῐνεῖ , κατακλίνω lay down fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κατακλῐνεῖ , κατακλίνω lay down fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) κατακλινής bed ridden… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλινεῖς — κατακλῐνεῖς , κατακλίνω lay down aor subj pass 2nd sg (epic) κατακλῐνεῖς , κατακλίνω lay down fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) κατακλινής bed ridden masc/fem acc pl κατακλινής bed ridden masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονυκλινής — ές (AM γονυκλινής, ές) ο γονατιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κλινής < κλίνω (πρβλ. επικλινής, κατακλινής)] …   Dictionary of Greek

  • κατακλινοβατής — κατακλινοβατής, ές (Α) (για νόσο) αυτός που καθιστά κάποιον κλινήρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλινής + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκο βατής] …   Dictionary of Greek

  • κατακλιτικός — κατακλιτικός, ή, όν (Α) [κατακλίνω] 1. κατακλινής* 2. φρ. «ἡ κατακλιτικὴ ὥρα» η ώρα κατά την οποία κατακλίνεται κάποιος …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»