-
1 κατακερκίζω
A divide intoκερκίδες, στάδιον -ίζων τοῖχος LW141
([place name] Ephesus), cf. Jahresh.15Beibl.181 (ibid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακερκίζω
См. также в других словарях:
κατακερκίζω — (Α) χωρίζω σε κερκίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κερκίζω «χωρίζω τον ιστό με την κερκίδα, τη σαΐτα (< κερκίς «σαΐτα»)] … Dictionary of Greek