-
1 κατακειω
(эп. part. κακκείοντες) хотеть лечь (спать) -
2 κατακείω
A = κατάκειμαι, used in imperat. and as [tense] fut.,δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ' ἰόντες Od.7.188
, 18.408; σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ' ἰόντες ib. 419; κακκείοντες, [dialect] Ep. part., in phrases οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε, κλισίηνδε ἕκαστος, Il.1.606, 23.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακείω
-
3 κατακείω
κατάκειμαιlie down: fut ind act 1st sg (epic)κατακαίωburn completely: aor subj act 1st sgκατακαίωburn completely: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
4 κατακείω
κατα - κείω, subj. κατακείομεν, part. sync. κακκείοντες: lie down; as desiderative, part. w. ἔβαν, went to lie down, to sleep, Il. 1.606, Od. 1.424.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κατακείω
-
5 κατακείω
-
6 κακκειοντες
(из κατακείοντες) эп. part. pl. к κατακείω См. κατακειω -
7 κακκείοντες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακκείοντες
-
8 κακκείοντες
κακκείοντες: see κατακείω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κακκείοντες
См. также в других словарях:
κατακείω — (Α) αναπαύομαι, κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κείω «επιθυμώ να ξαπλώσω», εφετικό τού κείμαι] … Dictionary of Greek
κατακείω — κατάκειμαι lie down fut ind act 1st sg (epic) κατακαίω burn completely aor subj act 1st sg κατακαίω burn completely aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)