-
1 κατακάρπιον
κατακάρπ-ιον, τό,A = περικάρπιον, Thphr.HP4.10.3 codd. (dub. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακάρπιον
-
2 κατάκαρπος
κατάκαρπ-ος, ον,A fruitful, Aristodem. ap. Ath.11.495f, LXXHo.14.7. Adv. - πως abundantly, κ. κατοικηθήσεται Ἱερουσαλήμ ib.Za.2.4(8).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκαρπος
-
3 κατακαρπόω
A offer burnt-sacrifices, esp. of fruits, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακαρπόω
-
4 κατακάρπωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακάρπωσις
-
5 κατάκασσα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκασσα
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский