-
1 κατα-κνίζω
κατα-κνίζω, zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρϑῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφϑείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος πάσχω, Schol. Vgl. κατακνάω.
-
2 κατακνίζω
κατα-κνίζω, zerritzen, zerstückeln. Auf einen sticheln. Pass. κατακέκνισμαι, ich brenne vor Liebe
См. также в других словарях:
κατακέκνισμαι — κατακνίζω chop up perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακνίζω — (Α) 1. κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω 2. ξύνω δυνατά 3. χαράζω («ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι κατακνίζοντες», Διοκλ.) 4. κεντώ, γρατσουνίζω («κατακνίσω τὸν πόδα», Λουκ.) 5. παθ. κατακνίζομαι είμαι ερεθισμένος («ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι», Αριστοφ … Dictionary of Greek