-
1 καται-βάτης
καται-βάτης, ὁ, p. = καταβάτης, der Herabsteigende, Herabfahrende, bes. Beiwort des in Blitz u. Donner niederfahrenden Zeus, Ar. Pax 42; Ath. XII, 522 f u. Sp., wie Lycophr. 1370; καταιβάτης κεραυνός Aesch. Prom. 359, wie σκηπτός Lycophr. 382; auch Hermes, der die Todten in den Hades hinabführt, hieß so bei den Athenern u. Rhodiern, nach Schol. Ar. Par 649. – Beiname des Demetrius, Plut. Demetr. 10. – Auch des Acheron, zu dem man hinabsteigt od. hinabfährt, Eur. Bacch. 1358, u. des Apollon, s. καταιβάσιος.
-
2 καταιβάτης
καται-βάτης, ὁ, der Herabsteigende, Herabfahrende, bes. Beiwort des in Blitz u. Donner niederfahrenden Zeus; auch Hermes, der die Toten in den Hades hinabführt. Beiname des Demetrius. Auch des Acheron, zu dem man hinabsteigt od. hinabfährt
См. также в других словарях:
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταίβασις — καταίβασις, ἡ (Α) μετάβαση*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού κατάβασις]. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καται βάτης] … Dictionary of Greek
καβάτας — καβάτας, ὁ (Α) (επίθ. τού Διός στη Λακωνία) αυτός που εμφανίζεται μέσα από βροντές και αστραπές, καταιβάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιβάτης, με συγκοπή τού ται καθ απλολογίαν (καται βάτης αντί κατα βάτης)] … Dictionary of Greek
καταιβάτης — καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές 2. (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη 3. (επίθ. τού Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα 5. (για πρόσ … Dictionary of Greek
καταιβασία — και ποιητ. τ. καταιβασίη ἡ (Α) [καταιβάτης] 1. κατάβαση* 2. στον πληθ. αἱ καταιβασίσαι οι κεραυνοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καται (ποιητ. τ. τού κατά) + βασία (< βάτης < βαίνω), πρβλ. παρα βασία υπερ βασία] … Dictionary of Greek