Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καταισθάνομαι

См. также в других словарях:

  • καταισθάνομαι — (Α) αντιλαμβάνομαι κάποιον πλήρως …   Dictionary of Greek

  • καταίσθῃ — καταισθάνομαι perceive aor subj mid 2nd sg καταισθάνομαι perceive pres subj mp 2nd sg (attic) καταισθάνομαι perceive pres ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταισθόμενος — καταισθάνομαι perceive aor part mid masc nom sg καταισθάνομαι perceive pres part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταισθανόμενος — καταισθάνομαι perceive pres part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταισθανώμεθα — καταισθάνομαι perceive pres subj mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταισθάνεται — καταισθάνομαι perceive pres ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»