-
1 καταιγισμος
-
2 καταιγισμός
ο прям., перен. шквал;καταιγισμός πυρός — шквал огня
-
3 καταιγισμός
καταιγ-ισμός, ὁ, = foreg., in pl.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταιγισμός
-
4 καταιγισμός
κατ-αιγισμός, ὁ, ein plötzlich von oben herabfahrender Windstoß, ein plötzlich einbrechender Sturm. So nannte Epicur. die körperlichen Anreizungen zur Wollust -
5 καταιγισμός
1) avalanche2) bourrasque3) fusillade4) grêle -
6 καταιγισμός
grad (m) rzecz. -
7 καταιγισμός
1) kroupy2) krupobití3) příval -
8 καταιγισμός
1) hail2) volleyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καταιγισμός
-
9 fusillade
καταιγισμός -
10 volley
καταιγισμός -
11 καταιγισμούς
καταιγισμόςgusts: masc acc pl -
12 шквал
шквалм1. τό ρεφούλι, ἡ λαΐλαψ'2. перен ὁ καταιγισμός. -
13 barrage
1) (something that keeps back an enemy: a barrage of gunfire.) φράγμα2) (an overwhelming number: a barrage of questions.) καταιγισμός3) (a man-made barrier across a river.) φράγμα -
14 battery
['bætəri]plural - batteries; noun1) (a series of two or more electric cells arranged to produce, or store, a current: a torch battery.) μπαταρία2) (an arrangement of cages in which laying hens etc are kept.) βιομηχανικό ορνιθοτροφείο3) (a group of large guns (and the people manning them).) πυροβολείο, πυροβολαρχία4) (a long series: a battery of questions.) καταιγισμός -
15 hail
I 1. [heil] noun1) (small balls of ice falling from the clouds: There was some hail during the rainstorm last night.) χαλάζι2) (a shower (of things): a hail of arrows.) καταιγισμός2. verb(to shower hail: It was hailing as I drove home.) ρίχνω χαλάζιII 1. [heil] verb1) (to shout to in order to attract attention: We hailed a taxi; The captain hailed the passing ship.) φωνάζω2) (to greet or welcome (a person, thing etc) as something: His discoveries were hailed as a great step forward in medicine.) χαιρετίζω2. noun(a shout (to attract attention): Give that ship a hail.) φωνή3. interjection(an old word of greeting: Hail, O King!) χαίρε! -
16 shower
1. noun1) (a short fall (of rain): I got caught in a shower on my way here.) μπόρα2) (anything resembling such a fall of rain: a shower of sparks; a shower of bullets.) καταιγισμός3) (a bath in which water is sprayed down on the bather from above: I'm just going to have/take a shower.) ντους4) (the equipment used for such a bath: We're having a shower fitted in the bathroom.) ντουσιέρα2. verb1) (to pour down in large quantities (on): They showered confetti on the bride.)2) (to bathe in a shower: He showered and dressed.)•- showery- showerproof -
17 огонь
огня α.1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•развести огонь ανάβω φωτιά•
сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•
греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.
|| μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.
|| μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.2. φως•зажечь огонь ανάβω το φως•
погасить огонь σβήνω το φως•
светит огонь φέγγει το φως.
|| πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.
3. (στρατ.) πυρ•огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•
прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•
перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•
сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•
заградительный огонь φραγμός πυρών•
артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•
шквильный огонь καταιγισμός πυρών•
греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•
линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).
εκφρ.в -е:α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•β) στη μάχη•в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•- м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά. -
18 расспросы
-ов πλθ. διερώτηση, ερωτήσεις λεπτολόγες• ερωτήσεις απανωτές•посыпались расспросы έπεσαν βροχή οι ερωτήσεις• υπήρξε• καταιγισμος ερωτήσεων.
-
19 шквал
-а α.ριπαίος άνεμος, ριπάδα, ρεφούλι, σπιλιάδα• ανεμοσυρμή. || καταιγισμός πυρών. -
20 avalanche
1) καταιγισμός2) πλήθος3) χιονοστιβάδα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταιγισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο σχηματίζεται μεγάλος αριθμός ιονιζόντων σωματιδίων από τη σύγκρουση σωματιδίων υψηλής ενέργειας με την ύλη. Τα σωματίδια υψηλής ενέργειας, κατά τη σύγκρουσή τους με τα άτομα ενός αερίου για παράδειγμα, απομακρύνουν… … Dictionary of Greek
καταιγισμός — ο 1. αδιάκοπη και έντονη ρίψη βολών πολλών πυροβολαρχιών εναντίον ορισμένου στόχου: Με τον καταιγισμό αυτό των κανονιών φαινότανε σαν να είχε ανάψει το απέναντι εχθρικό φυλάκιο. 2. μτφ., αδιάκοπη ροή: O μαθητής δέχτηκε καταιγισμό παρατηρήσεων και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταιγισμούς — καταιγισμός gusts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπαράζ — το άκλ. 1. μτφ. α) υπερένταση τών δυνάμεων, μεγάλη προσπάθεια πριν από τον τελικό στόχο β) καταιγισμός («μπαράζ επικρίσεων») 2. φρ. «αγώνας μπαράζ» αθλητικός αγώνας ανάμεσα σε δύο ομάδες που ισοψηφούν, κατά τον οποίο η ομάδα που θα χάσει… … Dictionary of Greek
οϊστοβρόχιον — ὀϊστοβρόχιον, τὸ (Μ) καταιγισμός βελών («βούλεται λέγειν ὑποκοριστικῶς ὀϊστοβρόχιον τὴν τοιαύτην χύσιν τών ὀϊστῶν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + βρόχιον (< βροχή)] … Dictionary of Greek
Ζένερ, δίοδος — Κρυσταλλική δίοδος πυριτίου που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση τάσης. Στη δ.Ζ. η χαρακτηριστική καμπύλη προς το μέρος του ανάστροφου ρεύματος παρουσιάζει κατακόρυφο τμήμα, που σημαίνει ότι, αν διαβιβαστεί ρεύμα αντίθετα από την αγώγιμη φορά … Dictionary of Greek
θερμιδόμετρο ιονισμού — Όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ενέργειας των σωματιδίων της κοσμικής ακτινοβολίας. Τα σωματίδια της κοσμικής ακτινοβολίας, με υψηλές ενέργειες αλληλεπιδρούν με ένα παχύ στρώμα ύλης μέσα στο θ.ι. με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek