-
1 καταθυμεω
См. также в других словарях:
καταθύμιον — καταθύ̱μιον , καταθύμιος in the mind masc acc sg καταθύ̱μιον , καταθύμιος in the mind neut nom/voc/acc sg κατᾱθύ̱μιον , καταθυμέω to be cast down imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κατᾱθύ̱μιον , καταθυμέω to be cast down imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθυμίοις — καταθῡμίοις , καταθύμιος in the mind masc/neut dat pl καταθυμέω to be cast down pres opt act 2nd sg (doric) καταθῡμίοις , καταθυμέω to be cast down pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθυμίων — καταθῡμίων , καταθύμιος in the mind fem gen pl καταθῡμίων , καταθύμιος in the mind masc/neut gen pl καταθυμέω to be cast down pres part act masc nom sg (doric) καταθῡμίων , καταθυμέω to be cast down pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηθύμησε — κατηθύ̱μησε , καταθυμέω to be cast down aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)