-
1 καταθρασύνομαι
A v. καταθαρσύνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταθρασύνομαι
-
2 καταθρασύνομαι
καταθρασύ̱νομαι, καταθρασύνομαιembolden: aor subj mp 1st sg (epic)καταθρασύ̱νομαι, καταθρασύνομαιembolden: pres ind mp 1st sg -
3 καταθρασυνομένων
καταθρασῡνομένων, καταθρασύνομαιembolden: pres part mp fem gen plκαταθρασῡνομένων, καταθρασύνομαιembolden: pres part mp masc /neut gen pl -
4 καταθρασυνόμενον
καταθρασῡνόμενον, καταθρασύνομαιembolden: pres part mp masc acc sgκαταθρασῡνόμενον, καταθρασύνομαιembolden: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
5 καταθρασύνεται
καταθρασύ̱νεται, καταθρασύνομαιembolden: aor subj mp 3rd sg (epic)καταθρασύ̱νεται, καταθρασύνομαιembolden: pres ind mp 3rd sg -
6 καταθρασύνηται
καταθρασύ̱νηται, καταθρασύνομαιembolden: aor subj mp 3rd sgκαταθρασύ̱νηται, καταθρασύνομαιembolden: pres subj mp 3rd sg -
7 καταθρασυνομένην
καταθρασῡνομένην, καταθρασύνομαιembolden: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
8 καταθρασυνομένου
καταθρασῡνομένου, καταθρασύνομαιembolden: pres part mp masc /neut gen sg -
9 καταθρασυνομένους
καταθρασῡνομένους, καταθρασύνομαιembolden: pres part mp masc acc pl -
10 καταθρασυνόμενοι
καταθρασῡνόμενοι, καταθρασύνομαιembolden: pres part mp masc nom /voc pl -
11 καταθρασυνόμενος
καταθρασῡνόμενος, καταθρασύνομαιembolden: pres part mp masc nom sg -
12 καταθρασύνεσθαι
καταθρασύ̱νεσθαι, καταθρασύνομαιembolden: pres inf mp -
13 καταθρασύνοιτο
καταθρασύ̱νοιτο, καταθρασύνομαιembolden: pres opt mp 3rd sg -
14 καταθρασύνονται
καταθρασύ̱νονται, καταθρασύνομαιembolden: pres ind mp 3rd pl -
15 καταθρασύνω
καταθρασύ̱νω, καταθρασύνομαιembolden: aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
16 καταθαρσύνω
A embolden, encourage against,τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu.Luc.29
:—[voice] Pass., in form [full] καταθρασύνομαι, = foreg., Ph.1.41, Luc.DMort.21.2, D.L.2.127: c.gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως -ομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them.Or.34p.464D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταθαρσύνω
См. также в других словарях:
καταθρασύνομαι — καταθρασύ̱νομαι , καταθρασύνομαι embolden aor subj mp 1st sg (epic) καταθρασύ̱νομαι , καταθρασύνομαι embolden pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασυνομένων — καταθρασῡνομένων , καταθρασύνομαι embolden pres part mp fem gen pl καταθρασῡνομένων , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασυνόμενον — καταθρασῡνόμενον , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc acc sg καταθρασῡνόμενον , καταθρασύνομαι embolden pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασύνεται — καταθρασύ̱νεται , καταθρασύνομαι embolden aor subj mp 3rd sg (epic) καταθρασύ̱νεται , καταθρασύνομαι embolden pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασύνηται — καταθρασύ̱νηται , καταθρασύνομαι embolden aor subj mp 3rd sg καταθρασύ̱νηται , καταθρασύνομαι embolden pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαλαζονεύομαι — ἐπαλαζονεύομαι (Α) (αποθ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω για κάτι («ἐπαλαζονεύοντο τοῑς τολμήμασιν», Ιώσηπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταθρασύνομαι» … Dictionary of Greek
καταθαρρύνομαι — (Α) καταθρασύνομαι* … Dictionary of Greek
καταθρασυνομένην — καταθρασῡνομένην , καταθρασύνομαι embolden pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασυνομένου — καταθρασῡνομένου , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασυνομένους — καταθρασῡνομένους , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθρασυνόμενοι — καταθρασῡνόμενοι , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)