-
1 καταθαρσ-
арх. = καταθαρρ- -
2 καταθαρσέω
A to be confident, in [tense] pf. part., Plb. 1.40.3; κ. τοῖς ὅλοις looking forward confidently to a complete victory, Id.3.86.8;κατεθάρσησεν ὁ λαὸς ἐπὶ τοῖς λόγοις LXX 2 Ch.32.8
: c. inf., make bold to.., ;τοῖς ὕδασι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Agath.3.20
.2 c. gen., behave boldly against,τῆς τῶν Σπαρτιατῶν δυνάμεως D.S.15.34
;Χώρας Str. 12.8.6
.3 [voice] Pass., to be confirmed, Cod.Just.9.4.6.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταθαρσέω
-
3 καταθαρσύνω
A embolden, encourage against,τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu.Luc.29
:—[voice] Pass., in form [full] καταθρασύνομαι, = foreg., Ph.1.41, Luc.DMort.21.2, D.L.2.127: c.gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως -ομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them.Or.34p.464D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταθαρσύνω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский