-
1 καταθαρρεω
арх. καταθαρσέω1) смело противостоять(τῶν ὅπλων τινός Polyb.; τῆς τῶν Σπαρτιατῶν δυνάμεως Diod.)
2) полагаться, доверяться(τινι Polyb.)
-
2 καταθαῤῥέω
κατα-θαῤῥέω, mutig, dreist sein; τινός, gegen einen; τινί, sich auf einen verlassen -
3 καταθαρρυνω
арх. καταθαρσύνω ободрять(τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.)
; med. καταθρασύνομαι Luc. = καταθαρρέω См. καταθαρρεω -
4 θαρρέω
θαρσέω+ V 3-1-6-5-20=33 Gn 35,17; Ex 14,13; 20,20; 1 Kgs 17,13; Jl 2,21to be courageous (always imper.) Gn 35,17; to be bold Prv 1,21; to be confident about [ἐπί τινι] Prv 31,11Cf. SPICQ 1978a, 367-371(→καταθαρρέω,,) -
5 κατατεθαρρηκότως
A boldly, confidently, Plb.1.86.5, Plu.Ant.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατεθαρρηκότως
См. также в других словарях:
ՔԱՋԱԼԵՐԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0983 Chronological Sequence: 5c, 12c ձ. θαρρέω, θαρσέω, καταθαρρέω confido, fiduciam capio ἁνδρίζομαι in virum evado. Քաջալերս առնուլ. զօրանալ. սրտապնդիլ. վստահել. համարձակիլ. արիանալ. սիրտ՝ հոգի առնել. *Քաջալերեա՛ց, զի՛ եւ այդ եւս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)