-
1 καταζώ
καταζάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)καταζάωpres ind act 1st sg (attic epic ionic) -
2 καταζῶ
καταζάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)καταζάωpres ind act 1st sg (attic epic ionic) -
3 καταζῶ
-
4 κατάζω
κατά-ἄζωdry up: pres subj act 1st sgκατά-ἄζωdry up: pres ind act 1st sg -
5 καταζάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταζάω
См. также в других словарях:
καταζώ — καταζῶ, άω (Α) 1. περνώ ολόκληρη τη ζωή μου («ἐν ἀνακτόροις θεοῡ καταζῇ δεῡρ ἀεὶ σεμνὸν βίον», Ευρ.) 2. επιστρέφω στη ζωή … Dictionary of Greek
καταζῶ — καταζάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταζάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάζω — κατά ἄζω dry up pres subj act 1st sg κατά ἄζω dry up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταζώ — άω, Α ζω μαζί με άλλον, συζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταζῶ «περνώ ολόκληρη τη ζωή μου»] … Dictionary of Greek