1 κατα-δηϊόω
κατα-δηϊόω, zsgzgn καταδῃόω, verwüsten, Sp., wie D. Hal. 11, 72 χώρα ὑπὸ τῶν πολεμίων καταδῃωϑεῖσα.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κατα-δηϊόω