-
1 καταδίκη
καταδίκηjudgement given against: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————καταδίκηjudgement given against: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 καταδικη
(ῐ) ἥ1) обвинительный приговор, осуждение2) наказание, кара, штраф(ἥ κ. δισχίλιαι μναῖ ἦσαν Thuc.; κ. βαρεῖα Luc.)
-
3 καταδίκη
καταδίκη, ης, ἡ (s. prec. entry; Thu.+; Herm. Wr. 10, 8a; ins, pap; Wsd 12:27; TestSol 13:4; GrBar 4:15 [Christian]; Philo; Jos., Ant. 17, 338; Just.; Tat. 29, 2; loanw. in rabb.) condemnation, sentence of condemnation, conviction, guilty verdict (so Epicharmus [V B.C.] Com. Graec. Fgm. 148, 4 Kaibel [in Athen. 2, 3, 36d] restored; Polyb.; Plut.; Philo, Spec. Leg. 3, 116; Jos., Bell. 4, 317) αἰτεῖσθαι κατά τινος κ. ask for a conviction of someone Ac 25:15.—M-M. TW. -
4 καταδίκη
η1) осуждение; обвинительный приговор;καταδίκη σε θάνατο — смертный приговор;
2) обречение;3) перен. кара, наказание; мука, мучение; 4) шутл, наказание -
5 καταδίκῃ
Βλ. λ. καταδίκη -
6 καταδίκη
[катадики] ουσ. θ. судебный приговорΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταδίκη
-
7 καταδίκη
-ης + ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Wis 12,27judgement given against one, condem-nation -
8 καταδίκη
[катадики] ουσ θ судебный приговор. -
9 καταδίκη
καταδῐκ-η, ἡ,A judgement given against one, sentence, Epich.148.5, Plb.25.3.1 (pl.), LXX Wi.12.27, Phld.Rh.1.12S., Act.Ap.25.15, Plu.Cor.29, PGnom. 208 (ii A. D.);κ. εἰς μονομάχους Artem.4.65
.2 damages or fine, Th.5.49, 50, D.47.52, PHal.1.52 (iii B.C.); μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς κ. IG 12(8).267.16 (Thasos, iii B.C.), cf. Tab.Heracl.1.156 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδίκη
-
10 καταδίκη
κατα-δίκη, ἡ, Verurteilung, Bestrafung; πρὸς καταδίκας ἐκπεπτωκότες, verbannt; bes. Geldstrafe -
11 καταδίκη
condamnation -
12 καταδίκη
1) potępienie (n) rzecz.2) skazanie (n) rzecz. -
13 καταδίκη
1) odsouzení2) odsudek3) ortel4) rozsudek -
14 καταδίκη
1) condemnation2) conviction3) damnation4) sentenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καταδίκη
-
15 condamnation
καταδίκη -
16 odsouzení
καταδίκη -
17 odsudek
καταδίκη -
18 ortel
καταδίκη -
19 rozsudek
καταδίκη -
20 condemnation
καταδίκη
См. также в других словарях:
καταδίκη — judgement given against fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκῃ — καταδίκη judgement given against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… … Dictionary of Greek
καταδίκη — η 1.απόφαση του δικαστηρίου εναντίον κάποιου: Άκουσε την καταδίκη του ατάραχος. 2. τιμωρία, ποινή: Η ζωή της μ αυτόν το μεθύστακα ήταν μια καταδίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδίκαι — καταδίκη judgement given against fem nom/voc pl καταδίκᾱͅ , καταδίκη judgement given against fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκηι — καταδίκῃ , καταδίκη judgement given against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδικᾶν — καταδίκη judgement given against fem gen pl (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act masc voc sg (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act masc nom … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδικῶν — καταδίκη judgement given against fem gen pl καταδικάζω give judgement fut part act masc voc sg καταδικάζω give judgement fut part act neut nom/voc/acc sg καταδικάζω give judgement fut part act masc nom sg (attic epic ionic) καταδικάζω give… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκαις — καταδίκη judgement given against fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκην — καταδίκη judgement given against fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκης — καταδίκη judgement given against fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)