-
1 καταδεχομαι
(aor. pass. κατεδέχθην)1) принимать внутрь(τροφήν Plat., Arst.)
2) воспринимать(τὰ καλὰ εἰς τέν ψυχήν Plat.)
3) впивать в себя4) (вновь) принимать в число граждан, т.е. возвращать из изгнания(τινα Lys.)
-
2 καταδέχομαι
μετ. соблаговолить, соизволить (что-л, сделать); снисходить (до чего-л.);καταδέχ να μιλήσω με κάποιον — снисходить до разговора с кем-л.;
δεν καταδέχομαι — считать ниже своего достоинства (что-л.); — не допускать (чего-л.); — не удостаивать (своим вниманием);
δεν μας καταδέχεται — он не снисходит до нас;
δεν το καταδέχθηκε το δώρο σου — он не соизволил принять твоего подарка
-
3 καταδέχομαι
[катадэхомэ] ρ (παθ. φωνή) соблаговолить, соизволить.
См. также в других словарях:
καταδέχομαι — καταδέχομαι, καταδέχτηκα βλ. πίν. 32 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταδέχομαι — receive pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέχομαι — (AM καταδέχομαι, Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι) νεοελλ. μσν. δέχομαι κάποιον ή κάτι με καλή διάθεση, με ευγένεια και συγκατάβαση, είμαι καταδεκτικός («δεν καταδέχεται να μιλάει μαζί μας») μσν. επιτρέπω μσν. αρχ. 1. δέχομαι, παίρνω («καταδεχόμενος εἰς… … Dictionary of Greek
καταδέχομαι — καταδέχτηκα 1. δέχομαι με ευμένεια, είμαι καταδεχτικός: Δεν καταδέχεται να κάνει παρέα μαζί μας. 2. πέφτω από την αξιοπρέπειά μου, ανέχομαι: Καταδέχεσαι να τα βάζεις με μια γυναίκα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδέχεσθε — καταδέχομαι receive pres imperat mp 2nd pl καταδέχομαι receive pres ind mp 2nd pl καταδέχομαι receive imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεδεγμένον — καταδέχομαι receive perf part mp masc acc sg καταδέχομαι receive perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεδεγμένων — καταδέχομαι receive perf part mp fem gen pl καταδέχομαι receive perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεξαμένων — καταδέχομαι receive aor part mid fem gen pl καταδέχομαι receive aor part mid masc/neut gen pl καταδείκνυμι discover and make known aor part mid fem gen pl (ionic) καταδείκνυμι discover and make known aor part mid masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεξάμενον — καταδέχομαι receive aor part mid masc acc sg καταδέχομαι receive aor part mid neut nom/voc/acc sg καταδείκνυμι discover and make known aor part mid masc acc sg (ionic) καταδείκνυμι discover and make known aor part mid neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεξόμεθα — καταδέχομαι receive aor subj mid 1st pl (epic) καταδέχομαι receive fut ind mid 1st pl καταδείκνυμι discover and make known aor subj mid 1st pl (epic ionic) καταδείκνυμι discover and make known fut ind mid 1st pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεχομένων — καταδέχομαι receive pres part mp fem gen pl καταδέχομαι receive pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)