-
1 καταδένδρω
-
2 καταδένδρῳ
См. также в других словарях:
καταδένδρῳ — κατάδενδρος thickly wooded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καταδένδρω
2 καταδένδρῳ
καταδένδρῳ — κατάδενδρος thickly wooded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)