-
1 καταδρεπω
-
2 καταδρέπω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδρέπω
-
3 καταδρέπω
-
4 καταδρέποντες
καταδρέπωstrip off: pres part act masc nom /voc pl -
5 καταδρέψαντες
καταδρέπωstrip off: aor part act masc nom /voc pl -
6 δρεπω
(fut. δρέψομαι, aor. 1 ἔδρεψα, aor. 2 ἔδρᾰπον) срывать, собирать (med. φύλλα δρυός Hom.; ἄνθεα HH.; med. ἄγρευμα ἀνθέων Plut.; τέν κασίην Her.; καρπὸν ἀπὸ δένδρων Plat. - v. l. καταδρέπω; med. στεφάνως Theocr.; перен.: εὐζωᾶς ἄωτον Pind.; med. ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων τὰ μέλη Plat.: σοφίην Anth.)δ. λειμῶνα Arph. — собирать цветы на лугу:
αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι Aesch. — обагрить себя братской кровью
См. также в других словарях:
καταδρέπω — (Α) αποκόπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δρέπω «κόβω»] … Dictionary of Greek
καταδρέποντες — καταδρέπω strip off pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδρέψαντες — καταδρέπω strip off aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)