-
1 καταδράσσομαι
A lay hold of, Ther.Praef.; grasp, apprehend,τῆς ἀληθείας Procl. in Prm.p.534
S.;τῆς λέξεως τοῦ Πλάτωνος Id.in Ti.3.107D.
; [ τοῦ ὅλως ἀγαθοῦ] Id.in Alc.p.153 C., cf. Olymp.in Alc.p.194C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδράσσομαι
-
2 καταδραττόμενον
καταδράσσομαιlay hold of: pres part mp masc acc sg (attic)καταδράσσομαιlay hold of: pres part mp neut nom /voc /acc sg (attic) -
3 καταδράξεται
καταδράσσομαιlay hold of: aor subj mp 3rd sg (epic)καταδράσσομαιlay hold of: fut ind mp 3rd sg -
4 καταδραξαμένης
καταδράσσομαιlay hold of: aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
5 καταδραξάμενος
καταδράσσομαιlay hold of: aor part mp masc nom sg -
6 καταδραττομένη
καταδράσσομαιlay hold of: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 καταδραττομένην
καταδράσσομαιlay hold of: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
8 καταδραττομένοις
καταδράσσομαιlay hold of: pres part mp masc /neut dat pl (attic) -
9 καταδραττομένου
καταδράσσομαιlay hold of: pres part mp masc /neut gen sg (attic) -
10 καταδραττόμενοι
καταδράσσομαιlay hold of: pres part mp masc nom /voc pl (attic) -
11 καταδραττόμενος
καταδράσσομαιlay hold of: pres part mp masc nom sg (attic) -
12 καταδράξασθαι
καταδράσσομαιlay hold of: aor inf mp -
13 καταδράξηται
καταδράσσομαιlay hold of: aor subj mp 3rd sg -
14 καταδράσσεται
καταδράσσομαιlay hold of: pres ind mp 3rd sg -
15 καταδράττεσθαι
καταδράσσομαιlay hold of: pres inf mp (attic) -
16 καταδράττεται
καταδράσσομαιlay hold of: pres ind mp 3rd sg (attic) -
17 καταδράττονται
καταδράσσομαιlay hold of: pres ind mp 3rd pl (attic) -
18 καταδραττομένας
καταδραττομένᾱς, καταδράσσομαιlay hold of: pres part mp fem acc pl (attic)καταδραττομένᾱς, καταδράσσομαιlay hold of: pres part mp fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 καταδραττομένω
-
20 καταδραττομένῳ
См. также в других словарях:
καταδράσσομαι — (Α) 1. δράττομαι ισχυρά, αδράχνω 2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δράσσομαι «πιάνω σφιχτά»] … Dictionary of Greek
καταδραττόμενον — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc acc sg (attic) καταδράσσομαι lay hold of pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδράξεται — καταδράσσομαι lay hold of aor subj mp 3rd sg (epic) καταδράσσομαι lay hold of fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραξαμένης — καταδράσσομαι lay hold of aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραξάμενος — καταδράσσομαι lay hold of aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττομένη — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττομένην — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττομένοις — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττομένου — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττομένῳ — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττόμενοι — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)