-
1 αερόπλανο
αερόπλανο[ν] τό самолёт;αεριωθούμενο αερόπλανο — реактивный самолёт;
επιβατικό αερόπλανο — пассажирский самолёт;
μεταγωγικό αερόπλανο — транспортный самолёт;
βομβαρδιστικό αερόπλανο — бомбардировщик;
αερόπλανο βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως — пикирующий бомбардировщик;
αερόπλανο εφόδου — штурмовик;
ανιχνευτικό αερόπλανο — самолёт-разведчик;
καταδιωχτικό αερόπλανο — истребитель
-
2 истребитель
-я α. -ница, -ы θ.καταστροφέας, εξολοθρευτής, ρημαχτής•горностай мышевидных грызунов το κουνάβι είναι καταστροφέας των μυιδών τρωκτικών•
истребитель танков ατιαρματικό όπλο.
|| καταδιωχτικό αεροπλάνο.