-
1 καταδακτυλίζειν
καταδακτυλίζωfeel with the finger: pres inf act (attic epic) -
2 σκιμᾱλίζω
σκιμᾱλίζω, Einen nasenstübern, übh. Einen schimpflich, verächtlich behandeln, mißhandeln, gleichviel ob mit Worten oder Werken; ὅπως ἂν αὐτοὺς ῥηματίοις σκιμαλίσω, Ar. Ach. 419, Schol. ἐξουϑενίσω ἢ χλευάσω, wobei er noch hinzusetzt τῷ μικρῷ δακτυλίῳ ὡς τῶν γυναικείων πυγῶν ἅψομαι, τῶν ὀρνίϑων ἀποπειρᾶσϑαι εἰ ὠοτοκοῦσιν (das Huhn betasten, wie βλιμάζω); nach B. A. 48 = καταδακτυλίζειν, τὸ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπ τεσϑαι; καὶ τὸν δορυξὸν οἷον ἐσκιμάλισεν, Ar. Pax 544, wo das Nasenstübern genauer beschrieben wird; ποδί, mit dem Fuße stoßen, D. L. 7, 17. – [Ueber die Quantität der ersten Sylbe entscheiden die Stellen des Ar. Nichts.]
-
3 κατα-δακτυλικός
κατα-δακτυλικός, der zum καταδακτυλίζειν geneigt ist, Ar. Equ. 1381, wo der Schol. erkl. συνουσιαστικος κατὰ τοῦ πρωκτοῦ.
См. также в других словарях:
καταδακτυλίζειν — καταδακτυλίζω feel with the finger pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφνιάζω — Α [Σίφνιος] συμπεριφέρομαι σαν Σίφνιος, μιμούμαι τους Σιφνίους («σιφνιάζειν καταδακτυλίζειν διαβέβληνται γὰρ οἱ Σίφνιοι ὡς παιδικοῑς χρώμενοι σιφνιάσαι οὖν τὸ σκιμαλίσαι», Ησύχ.) … Dictionary of Greek